-
1 επίσης
επίρρ.1) так же, равным образом;αγαπώ τα ψάρια και τα φρούτα επίσης — я одинаково люблю рыбу и фрукты;
2) также, кроме того; тоже;μην ξεχάσεις επίσης να τού πείς... — не забудь также сказать ему...;
κι' αυτός επίσης θα έλθει — он тоже придёт
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek